Κρονικός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ή, όν, = sq.; K. ἀστήρ the planet
A Saturn, AP11.227 (Ammian.); ζῴδια Paul.Al.O.3; K. ἑορτή, = Saturnalia, Plu.Pomp.34, Porph.Antr.23; K. λόφος, = Κρόνιον, Pi.O.5.17; also K. ὄχθος ib.9.3. II old-fashioned, out of date, Ar. Pl.581, Pl.Ly.205c (Comp.); πρᾶγμά τι γιγνόμενον ἀεί, Κρονικόν Alex. 62.2, cf. Com.Adesp.1052. 2 prov., K. λῆμαι, of the short-sighted, Diogenian.5.63, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Κρονικός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., Κρ. ἀστήρ, ὁ πλανήτης Κρόνος, Ἀνθ. Π. 11. 227· πρβλ. τὸ ἑπόμ. 1. 2· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 263. 46. ΙΙ. ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, τοῦ παρελθόντος καιροῦ, ἀπηρχαιωμένος, Ἀριστοφ. Πλ. 581, Πλάτ. Λῦσ. 205C· πρᾶγμά τι γιγνόμενον ἀεί, Κρονικὸν Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· πρβλ. Κρόνος ΙΙ, Κρόνιος ΙΙ, ἀρχαϊκός, ἀρχαῖος 2.