ἀβαθής
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
ές, (βάθος)
A not deep, φάλαγξ Arr.Tact.5.6; in single rank, ἡ ἐφ' ἑνὸς ἀ. τάξις ib.17.5, ἕλκεα Aret.SA1.9, Gal.11.127. 2 Geom., without depth, ἐπιφάνεια S.E.P.3.43, cf. Simp.in Ph.572.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰθής: -ές, (βάθος) οὐχὶ βαθύς. Ἀρρ. Τακτ. 5, 6· ἐπιφάνεια ἀβαθής, Σέξτ. Ἐμπ. σελ. 475. 5. Βεκκ.