κυανώπης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A dark-eyed, [ἵπποι] Opp.C.1.307:—fem. κῠᾰν-ῶπις, ιδος, Ἀμφιτρίτη Od.12.60, cf. Hes.Sc.356; Νύμφαι Anacr.2.2; Μοῦσα IG 14.1942; νᾶες κυανώπιδες B.12.160, cf. A.Pers.559 (lyr.), Supp.743 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1522] ες, dunkel-, schwarzäugig; ἵπποι Opp. Cyn. 1, 307.