Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
Full diacritics: λάκτιμα | Medium diacritics: λάκτιμα | Low diacritics: λάκτιμα | Capitals: ΛΑΚΤΙΜΑ |
Transliteration A: láktima | Transliteration B: laktima | Transliteration C: laktima | Beta Code: la/ktima |
λάκτισμα, Hsch., cf. PGen.56.27 (iv A. D.).
λάκτιμα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λάκτισμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. λάκτισμα. Κατ' άλλους, η ορθή γραφή είναι λάκτημα].