λάκτιμα

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάκτιμα Medium diacritics: λάκτιμα Low diacritics: λάκτιμα Capitals: ΛΑΚΤΙΜΑ
Transliteration A: láktima Transliteration B: laktima Transliteration C: laktima Beta Code: la/ktima

English (LSJ)

λάκτισμα, Hsch., cf. PGen.56.27 (iv A. D.).

Greek Monolingual

λάκτιμα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λάκτισμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. λάκτισμα. Κατ' άλλους, η ορθή γραφή είναι λάκτημα].