λογοδιδάσκαλος
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
ὁ,
A teacher of eloquence, Poll.2.125.
Greek (Liddell-Scott)
λογοδῐδάσκᾰλος: ὁ, διδάσκαλος λόγων, εὐγλωττίας, Πολυδ. Β΄, 125.