Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὀλοθρεύτρια, Hsch.
λοιγίστρια: ἡ, (λοιγὸς) καταστροφὴν φέρουσα, ὀλεθρία, «ὀλοθρεύτρια» Ἡσύχ.