λοιγίστρια
From LSJ
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
λοιγίστρια: ἡ, (λοιγὸς) καταστροφὴν φέρουσα, ὀλεθρία, «ὀλοθρεύτρια» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λοιγίστρια (Α) λοιγός (I)]
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλοθρεύτρια».
Full diacritics: λοιγίστρια | Medium diacritics: λοιγίστρια | Low diacritics: λοιγίστρια | Capitals: ΛΟΙΓΙΣΤΡΙΑ |
Transliteration A: loigístria | Transliteration B: loigistria | Transliteration C: loigistria | Beta Code: loigi/stria |
λοιγίστρια: ἡ, (λοιγὸς) καταστροφὴν φέρουσα, ὀλεθρία, «ὀλοθρεύτρια» Ἡσύχ.
λοιγίστρια (Α) λοιγός (I)]
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλοθρεύτρια».