μαθητρίς
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ίδος, ἡ, fem. of μαθητής, Ph.1.273.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητρίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ μαθητής, Φίλων 1. 273· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 256.