μασχαλίσματα
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
τά,
A extremities cut off from a corpse, S.Fr.623. 2 flesh of the shoulders, laid on the haunches at sacrifices, Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μασχᾰλίσματα: τά, τὰ ἠκρωτηριασμένα μέλη πτώματος, Σοφ. Ἀποσπ. 562b. 2) «τὰ τοῖς μηροῖς ἐπιτιθέμενα ἀπὸ τῶν ὤμων κρέα ἐν ταῖς τῶν θεῶν θυσίαις» Σουΐδ., Ἡσύχ.