μελαμπεταλοχίτων

Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

[ῐ], ωνος,

   A with a garment embroidered with black leaves, γόνατα Tim.Pers.134.

Greek Monolingual

μελαμπεταλοχίτων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που φορά χιτώνα στολισμένο με μαύρα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέταλο + χιτών.