πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Hippōn,¹⁵ ōnis, m. (Ἱππών), ville de Judée : Plin. 5, 71 || v. Hippo.