μεταλαμβάνω
English (LSJ)
fut. -
A λήψομαι Th.6.18:—have or get a share of, partake of, c. gen. rei, ληΐης, καμάτου, μιαρίας, Hdt.4.64, Pi.N.10.79, Antipho 3.3.12; ἀμείνονος μοίρας Pl.Phdr.248e; τροφῆς Act.Ap.2.46, etc.:—Med., μεταλαμβάνεσθαί τινος lay claim to, τοῦ οὐνόματος Hdt. 4.45. 2 with the part received added in acc., Ἄρεως μοῖραν μ. E. Ba.302; τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων Pl.Ap.36b, D.18.266, etc.; μ. τῶν τῆς ἀρετῆς μορίων οἱ μὲν ἄλλο οἱ δὲ ἄλλο Pl.Prt.329e. 3 c. acc. rei, ἢν μὴ μεταλάβῃ τοὐπίπεμπτον Ar.Fr.201; δικαστῶν τοσούτων οὐ δὲ διακοσίας ψήφους μ. And.1.17. 4 in Platonic Philos., c. gen. rei, participate in the universal, ἤτοι ὅλου τοῦ εἴδους ἢ μέρους μ. Pl.Prm. 131a. 5 c. gen. pers., have part in, share his society, X.Cyr.7.5.51; go shares with another, ὡς ἐμοῦ τι κεκλοφότος ζητεῖς μεταλαβεῖν Ar.Pl.370. 6 receive notice or information, Mitteis Chr.31 ii 2 (ii B. C.): c. acc. et inf., PTeb.40.7 (ii B. C.), LXX 2 Ma.4.21: c. acc. et part., μ. πολιορκοῦντά τινα ib.11.6; μ. διότι . . Aristeas 316:—Pass., to be cited, = Lat. recitari, ἐκ διπτύχων SIG827 B 1 (Delph., ii A. D.). 7 understand, φωνάς Philostr. VA1.19. II receive in succession or afterwards, [χαλινόν] X.Eq.10.6; [ἱμάτιον] θάτερον Eup.159.6; πλοῦτον ἕτερον Philem.201; occupy a position left by the enemy, Plb.10.40.11, etc.; μ. τὴν ἀρχήν succeed to the government, Id.5.40.6, cf. PTeb.79.49 (ii B. C.); μ. τὸν λόγον take up the discourse, i. e. answer, Plb.18.2.2; μ. alone, Id.10.38.1, etc.; οἱ παρά τινος -λημψόμενοι his successors in title, PTeb.294.18 (ii A. D.), etc.; ἐκ διαδοχῆς μ. τὸ ἱερόν Stud.Pal.22.184.95 (ii A. D.). 2 abs., come after, come on, ἅμα τῷ μεταλαβεῖν τὸ τῆς νυκτός Plb.15.30.2. III take instead, take in exchange, substitute, πόλεμον ἀντ' εἰρήνης Th.1.120; ἄλλο ὄνομα ἀντὶ τῆς ἡδονῆς Pl.Prt.355c; διαναπαύσωμεν αὐτὸν μεταλαβόντες αὐτοῦ τὸν συγγυμναστήν; Id.Plt.257c; τὰ ὄργανα τἀλλήλων Id.R.434a, cf. b; μ. τὰ ἐπιτηδεύματα ἐς τὸ ὁμοῖον adopt new customs so as to resemble others, Th.6.18, cf. Pl.Prt.356d; ἱμάτια, ἐσθῆτας μ., X.Cyr.4.5.4, Plb.3.78.3; μ. παλτόν take another javelin, X.Eq.12.13: c. inf., ἀντὶ τοῦ αἰεὶ φυλάσσεσθαι . . [τὸ] ἀντεπιβουλεῦσαι μ. Th.6.87. IV Pass., to be changed, Sor.2.9, Olymp. in Mete.36.19. 2 Medic., of humours, blood, to be transferred, conveyed, ὑπὸ δηχθέντος Ruf.Fr.118, cf. Sor.2.7. 3 Gramm., to be changed, altered, εἰς . . A.D.Synt.107.2; also, of words, have their construction altered, εἰς . . Id.Pron.15.11, al.; but μ. ἐκ . . to be used in place of, Id.Synt.195.14, al. V take words in another sense, τὰ πράγματα τοῖς ὀνόμασι μ. Hld.9.9, cf. Them. in de An.18.35; parody, Ath.8.336f (Pass.). 2 translate, interpret, Ph.1.480 (Pass.). VI in the Logic of Arist., τὸ μεταλαμβανόμενον proposition substituted for the original thesis in hypothetical reasoning, APr.41a39.
German (Pape)
[Seite 148] (s. λαμβάνω), 1) Theil woran nehmen, c. gen., καμάτου, Pind. N. 10, 79, wie Ar. Plut. 370; vollständiger, Ἆρεως μοῖραν μεταλαβὼν ἔχει τινά, Eur. Bacch. 302, wie Her. τῶν ἐπίπλων τὰ ἡμίσεα μεταλαβεῖν, 6, 23; τῆς ληΐης, 4, 64; ἀμείνονος μοίρας, Plat. Phaedr. 248 e, öfter; auch ὅταν μὴ μέλιτός τι μεταλαμβάνῃ, Rep. VIII, 565 a; ἐὰν ὁ διώκων μὴ μεταλάβῃ τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων, Legg. XII, 948 d, öfter; Andoc. 1, 33 u. öfter bei den Oratt., ὀλίγας ψήφους, Dem. 59, 10; Sp. – Auch im med., τούτου μεταλαμβάνονται τοῦ ὀνόματος Λυδοί, Her. 4, 45, sie nehmen ihn für sich, eignen ihn sich zu. – 2) nach einem Andern nehmen, Xen. re equ. 10, 6, λόγον, nach einem Andern das Wort nehmen, antworten, Pol. 17, 2, 2. 29, 9, 1; auch ohne den Zusatz, antworten, 10, 38, 1 u. öfter; absol., ἅμα τῷ μεταλαβεῖν τὸ τῆς νυκτός, mit dem Eintreten der Nacht, 15, 30, 2; häufig auch τὴν ἀρχήν, τὴν στρατηγίαν, die Prätur nach Einem übernehmen, ihm im Amte folgen, 5, 40, 6. 4, 37, 7. – 3) anders nehmen, ändern, vertauschen, τὸν πόλεμον άντ' εἰρήνης, Thuc. 1, 120, vgl. 6, 87; ὃταν τὰ ἀλλήλων ὄργανα μεταλαμβάνωσι καὶ τὰς τιμάς, Plat. Rep. IV, 434 b; ἱμάτια, die Kleider wechseln, Xen. Cyr. 4, 5, 4, wie τὰς ἐσθῆτας, Pol. 3, 78, 3; τὴν σκευήν, Luc. Nigr. 24; auch ἔθη, Pol. 6, 25, 11, öfter; auch μετέλαβον τὴν Ἐλληνικὴν κατασκευὴν τῶν ὅπλων, sie änderten ihre Waffen u. nahmen die griechischen an, 6, 25, 8. – Auf eine andere Weise fassen, sagen, auslegen, Philostr.; bei Ath. VIII, 336 f = parodiren.