μετούσιος

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετούσιος Medium diacritics: μετούσιος Low diacritics: μετούσιος Capitals: ΜΕΤΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: metoúsios Transliteration B: metousios Transliteration C: metoysios Beta Code: metou/sios

English (LSJ)

ον,

   A inferior to Being, opp. ὑπερούσιος, Phlp.in de An.504.21.

Greek Monolingual

μετούσιος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατώτερος του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. αν-ούσιος, περι-ούσιος].