μολιβουργός
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ὁ,
A = μολυβδουργός, Procl.Par.Ptol.251.
German (Pape)
[Seite 199] = μολυβδουργός, procl.