μόρφωμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A form, shape, Epicur.Fr.310; ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μ. A. Ag.873; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασι ib.1218; βροτείοις ἐμφερεῖς μ. Id.Eu.412: pl. for sg., κύκνου μορφώματ' ὄρνιθος λαβών E.Hel.19: also in late Prose, Aq.Ge.31.19, al., Ptol.Tetr.26, Heph.Astr.1.20.
German (Pape)
[Seite 209] τό, Gestalt, Bildung, Abbildung; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν, Aesch. Ag. 1191, vgl. Eum. 390; κύκνου μορφώματ' ὄρνιθος λαβών, die Gestalt eines Schwans annehmend, Eur. Hel. 19, Plat. Gorg. 485 e; Epicur. bei S. Emp. adv. math. 7, 267.