νεκταροειδής
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
ές,
A like nectar, πόμα IGRom.4.682 (Phrygia, ii A.D.).
Greek Monolingual
νεκταροειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -ειδής].