νεκταροειδής
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Full diacritics: νεκτᾰροειδής | Medium diacritics: νεκταροειδής | Low diacritics: νεκταροειδής | Capitals: ΝΕΚΤΑΡΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: nektaroeidḗs | Transliteration B: nektaroeidēs | Transliteration C: nektaroeidis | Beta Code: nektaroeidh/s |
νεκταροειδές, like nectar, πόμα IGRom.4.682 (Phrygia, ii A.D.).
νεκταροειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -ειδής].