νεφώδης
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ες,
A = νεφοειδής, like a cloud, Str.3.2.7. II cloudy, bringing clouds, ὁ νότος Arist.Pr.942a35. 2 of the voice, husky, Id.Aud.800a14.
Greek (Liddell-Scott)
νεφώδης: -ες, = νεφοειδής, ὅμοιος πρὸς νέφος, Στράβ. 145. ΙΙ. συννεφώδης, ἐγείρων ἢ φέρων σύννεφα, ὁ νότος Ἀριστ. Προβλ. 26. 20. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 3.