ὀνειδιστέον
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
A one must reproach, τινι Pl.Lg.689c, Ph. 2.305.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειδιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ὀνειδίζω, δεῖ ὀνειδίζειν, τινὶ Πλάτ. Νόμ. 689C.