ὀξύϊνος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον, (ὀξύα)
A of beech-wood, Theopomp.Coloph. ap. Ath. 4.183b (οἰσύινον Kaibel), Thphr.HP5.7.2, Inscr.Délos290.226 (iii B.C.):—later ὀξέϊνος, Apollod.Poliorc.176.5, Gp.15.2.7, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύϊνος: -η, -ον, (ὀξύα) ὁ ἐκ ξύλου ὀξύας, Θεόπομπ. παρ’ Ἀθην. 183Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 2· ― μεταγενέστ. τύπος ὀξέϊνος ἐν Ἀπολλοδώρ. Πολιορκ. σ. 33, Γεωπ. 15. 2, 7.