οὐετερανός

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐετερανός Medium diacritics: οὐετερανός Low diacritics: ουετερανός Capitals: ΟΥΕΤΕΡΑΝΟΣ
Transliteration A: oueteranós Transliteration B: oueteranos Transliteration C: oueteranos Beta Code: ou)eterano/s

English (LSJ)

ὁ, = Lat.

   A veteranus, IGRom.3.140 (Galatia), etc.; also οὐετρανός ib.99,142, etc.; written βετράνος in Zonar.

Greek Monolingual

οὐετερανός και οὐετρανός και βετράνος, ὁ (Α)
βετεράνος, παλαίμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. veteranus «παλιός στρατιώτης, παλαίμαχος» (βλ. λ. βετεράνος)].