παραδίδωμι
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
(late παραδια-δίδω (δειδ-) Tab.Defix.Aud.156.8 (Rome, iv/v A. D.)),
A give, hand over to another, transmit, [παιδίον] τινί Hdt.1.117; τὰ ἐντεταλμένα, of couriers, Id.8.98; καθάπερ λαμπάδα τὸν βίον π. Pl. Lg.776b, etc.; of sentinels, π. τὸν κώδωνα Th.4.135; τὴν ἑωθινὴν φυλακήν Plu.Arat.7; τῷ παιδὶ π. τὴν ἀρχήν Hdt.2.159; τὰ πάτρια τεύχεα S.Ph.399 (lyr.); of letters to the person addressed, X.Cyr. 8.6.17; of a purchase to the buyer, Id.Oec.20.28; of articles entered in an inventory by magistrates, IG12.324.2, etc.; in Astrol., π. τὸ ἔτος Vett.Val.100.30, Paul.Al.I.4; of an argument, π. τινὶ τὸν ἑξῆς λόγον Pl.Criti.106b; π. τὴν προξενίαν hand it down to one's posterity, X.HG6.3.4; τὴν πόλιν εὐδαιμονεστάτην τοῖς ἐπιγιγνομένοις π. Isoc.8.94, cf. Th.2.36, Pl.R.372d; π. τὴν ἀρετήν transmit, impart as a teacher, Id.Men.93c: c. inf., παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσαν ἐκμαθεῖν Hdt.1.73; ἣν ἐμῇ μητρὶ παρέδωκεν τρέφειν E.Or.64; π. τινὶ τοὺς νέους διδάσκειν Pl.Lg.812a, cf. Ti.42d, al. 2 give a city or person into another's hands, τὴν Σάμον π. Συλοσῶντι Hdt.3.149; ἄλλον ἐς ἄλλην πόλιν π. Id.5.37; esp. as a hostage, or to an enemy, deliver up, surrender, ἑωυτὸν Κροίσῳ Id.1.45, cf. 3.13, Th.7.86; τὰς ναῦς And.3.11, etc.: with collat. notion of treachery, betray, X.Cyr.5.4.51, Paus.1.2.1; π. ὅπλα X.Cyr.5.1.28, etc.; τύχῃ αὑτὸν π. commit oneself to fortune, Th.5.16; ταῖς ἡδοναῖς ἑαυτὴν [τὴν ψυχήν] Pl.Phd.84a; ἑαυτοὺς [ἐπιθυμίαις] ib.82c: without acc., give way, ἡδονῇ παραδούς Id.Phdr.250e. 3 give up to justice, etc., ἥντινα μήτε . . παραδοῦναι ἐξῆν Antipho 6.42; π. τινὰς τῷ δικαστηρίῳ And.1.17; τοῖς ἕνδεκα παρεδόθη Lys.14.17; also π. τινὰ εἰς τὸ δεσμωτήριον D.51.8; δεθέντα εἰς τὸν δῆμον X.HG1.7.3 (Pass.); ἐπὶ κρίσει παρεδέδοτο εἰς τὸν δῆμον D.49.9: c. inf., π. τινὰ θανάτῳ ζημιῶσαι Lys.22.2; give up a slave to be examined by torture, Isoc.17.15, Test. ap. D.45.61:—Pass., ἐγκλήματι π. dub. l. in D.C.62.27: metaph., σιωπῇ καὶ λήθῃ παραδοθείς D.H.Pomp.3. 4 hand down legends, opinions, etc., by tradition, φήμην Pl.Phlb.16c; παραδεδομένα καὶ μυθώδη D.23.65; οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Arist.Po.1451b24; ὁ π. τρόπος Id.Pol. 1313a35; οἱ παραδεδομένοι θεοί the traditional gods, Din.1.94; ἡ οἰκία . . ἐγκεκωμιασμένη παραδέδοται ἡμῖν Pl.Chrm.157e; δόγματι παραδοθῆναι to be embodied in a decree, D.C.57.20. b teach doctrine, Ev.Luc.1.2, Sor.1.124, M.Ant.1.8, Philum.Ven.37.3, Dam.Pr.154, 433, Paul.Aeg.6.50:—Pass., ὅταν [τέχνη] παραδιδῶται Arr.Epict.2.14.2. II grant, bestow, κῦδός τισι Pi.P.2.52: in pres. and impf., offer, allow, αἵρεσιν Id.N.10.83. 2 c. inf., allow one to... Hdt.1.210, 6.103, al.: c. acc. rei, permit, ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου Id.5.67; πληγὴν . . παραδοθεῖσαν εἰσιδών a blow offered, i. e. opportunity of striking, E.Ph.1393: abs., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος if he permits, Hdt.7.18; ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν X.An.6.6.34; ὅπως ἂν οἱ καιροὶ παραδιδῶσιν Isoc.5.118; τῆς ὥρας παραδιδούσης Plb.21.41.9: less freq. in aor., πότμου παραδόντος Pi.P.5.3; ὡς ἂν ὁ δαίμων παραδῷ D.60.19. III hazard, τὰς ψυχὰς ὑπέρ τινος Act.Ap.15.26.
German (Pape)
[Seite 476] (s. δίδωμι), hingeben, übe rge ben; τὰ πάτρια τεύχεα παρεδίδοσαν τῷ Λαερτίου, Soph. Phil. 399; θύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν, Eur. Bacch. 495; τῷ νικῶντι τὰ τοῦ ὀφλόντος παραδιδότω χρήματα, Plat. Legg. XII, 958 b; τῷ παιδὶ τὴν ἀρχήν, Her. 2, 159; Ggstz von παραδέχομαι, Xen. Cyr. 8, 6, 17; Folgde; – das eigentliche Wort vom Uebergeben eines Inventariums durch eine Behörde an die andere, Att. Seew. p. 3 u. Inscr. öfter; – den Feinden überliefern, preisgeben; μὴ πρότερον ἢ ἡμέας αὐτοῖσι παραδῶτε, Her. 9, 87; τὴν Σάμον Συλοσῶντι, 3, 149: vgl. Eur. Alc. 574; Plat. Euthyd. 285 c; Xen. Cyr. 1, 6, 20 und sonst; auch τοὺς ἄλλους χρὴ δεθέντας παραδοθῆναι εἰς τὸν δῆμον, Hell. 1, 7, 3, wie παραδοῦναί τινα εἰς δικαστάς, Dem. Mid. 2, öfter; bes. auch zur gerichtlichen Untersuchung, Folterung und Bestrafung, vgl. Antiph. 6, 42; Isocr. 17, 16; – auch = anvertrauen zu einem bestimmten Zwecke, der im inf. dabei steht, ἣν παρθένον ἐμῇ μητρὶ παρέδωκεν τρέφειν, Eur. Or. 64; vgl. Plat. Legg. III, 694 d; τοὺς νέους αὐτοῖς παραδιδόναι διδάσκειν τε καὶ παιδεύειν, VII, 811 e; – zulassen, zugestehen, αἵρεσίν τινι, Pind. N. 10, 83; τινί τι, Her. 5, 67. 7, 18; c. inf., 6, 103; absol., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος, 7, 18; vgl. Pind. P. 5, 4; – überliefern, eigtl., die Fackel von Hand zu Hand, Plat. Legg. VI, 776 b, öfter; ἑτέροισι κῦδος, Pind. P. 2, 52; von Gerüchten, Erzählungen, Lehren, οἱ παραδεδομένοι θεοί, Din. 1, 94, die überlieferten; παραδεδομένα καὶ μυθώδη, Dem. 23, 65; περὶ τούτων ἀληθὴς παραδίδοται λόγος, Pol. 10, 28, 3; Folgde; bes. bei den Gramm.