παραπέτομαι
English (LSJ)
poet. παρπέταμαι Call. Epigr.33.6 : aor. 2 παρεπτόμην or -επτάμην (v. infr.) ; also παρέπτην, 3pl.
A παρέπτησαν Id.Iamb.Fr.9.327 P.:—fly alongside, κορώνη . . ἤδη πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Arist.HA563b12 ; τὰς π. μυίας Id.Pol. 1323a29. 2 fly past, of specks before the eyes, Gal.1.363. 3 escape, AP6.19 (Jul.). 4 fly to, ἡμῖν ἑρπετὸν παρέπτατο Semon. 13, cf. Philostr.VA1.7 ; fly to one's succour, οὐ γὰρ ἂν παρέπτετο Ar. Th.1014 : metaph., παραπτῆναι, of a λόγος, Philostr.Her.19.14.
German (Pape)
[Seite 493] (s. πέτομαι), daneben-, vorüberfliegen, übertr., ἁ δ' εὐήρετμος ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα, Soph. O. C. 721; παρέπτατο, herbeifliegen, Ar. Thesm. 1014; ἢν παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); u. in Prosa, παραπετομένη, Arist. H. A. 6, 6.