εὐήρετμος
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
εὐήρετμον, (ἐρετμόν)
A well fitted to the oar, σκαλμός A.Pers. 376.
2 well-rowed, πλάτα S.OC716 (lyr.); ναῦς E.Ion1160.
German (Pape)
[Seite 1067] gut rudernd, κώπη Aesch. Pers. 368; – wohl berudert, πλάτα Soph. O. C. 720; ναῦς Eur. Ion 1160.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bien disposé pour recevoir la rame;
2 bien garni de rames.
Étymologie: εὖ, ἐρετμόν.
Russian (Dvoretsky)
εὐήρετμος:
1 хорошо прилаженный к веслу (σκαλμός Aesch.);
2 хорошо оснащенный веслами, быстро идущий на веслах (πλάτα Soph.; ναῦς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐήρετμος: -ον, (ἐρετμὸς) καλῶς ἡρμοσμένος εἰς τὴν κώπην, σκαλμὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 376. 2) καλῶς κωπηλατούμενος, πλάτα Σοφ. Ο. Κ. 716· ναῦς Εὐρ. Ἴων 1160.
Greek Monolingual
εὐήρετμος, -ον (Α)
1. ο καλά προσαρμοσμένος στο κουπί («εὐήρετμος σκαλμός», Αισχύλ.)
2. (για πλοίο) αυτός που κωπηλατείται καλά («εὐήρετμος ναῦς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερετ-μόν «κουπί» (από την ίδια ρίζα με το ερέτης «κωπηλάτης»). Το -η- λόγω της συνθέσεως].
Greek Monotonic
εὐήρετμος: -ον (ἐρετμός),·
1. καλά στερεωμένος, καλά προσαρτημένος στο κουπί, σε Αισχύλ.
2. καλά κωπηλατούμενος, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
εὐ-ήρετμος, ον ἐρετμός
1. well fitted to the oar, Aesch.
2. well-rowed, Soph., Eur.