ἆλτο

From LSJ
Revision as of 17:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

German (Pape)

[Seite 110] s. ἅλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἆλτο: ἴδε ἐν λ. ἄλλομαι.

English (Autenrieth)

see ἅλλομαι.

Greek Monotonic

ἆλτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἅλλομαι.