ἀμπέχω

Revision as of 12:03, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

English (LSJ)

(dissimil. fr. ἀμφέχω), Semon. 12 (dub.), A.Pers.848, S. (v. infr.), later ἀμφέχω AP7.693 (Apollonid.), IG12(3).220 (Thera), Aret.CA1.4, etc.; Med.,

   A ἀμφέχετο A.R.1.324; also ἀμπ-ίσχω E. Hipp.192, Supp.165: Ep. impf. ἄμπεχον Od.6.225 (late ἄμφεχον Q.S. 3.6, 5.106): fut. ἀμφέξω E.Cyc.344: aor. 2 ἤμπεσχον Ar.Lys.1156, etc.:—Med., ἀμπέχομαι Ar. (v. infr.11.2); ἀμπίσχομαι E.Hel.422, 3pl. ἀμπισχνοῦνται Ar.Av.1090: impf. ἠμπειχόμην Pl.Phd.87b, Ep. ἀμφεχόμην A.R.1.324: fut. ἀμφέξομαι Pherecr.7 D., Philetaer.19: aor. 2 ἠμπεσχόμην E.Med.1159, Ar.Th.165, 2sg. subj. ἀμπίσχῃ E.IA 1439, part. ἀμπισχόμενος Ar.V.1150.—The aor. forms, ἀμπισχεῖν, ἀμπισχών, are sts. falsely written (as if pres.) ἀμπίσχειν, ἀμπίσχων:    I surround, cover, enclose, ἅλμη οἱ νῶτα ἄμπεχεν Od.6.225; κυνῆ πρόσωπα Θεσσαλίς νιν ἀμπέχει S.OC314, cf. A.l.c.: metaph., ἀ. τινὰ σμικρότητι invest one with... Pl.Prt.320e: abs., σκότος ἀμπίσχων surrounding darkness, E.Hipp.192; κρυπτὸν ἀμπισχὼν δόρυ, of the wooden horse, Id.Tr.12; τὰ ἀμπέχοντα ὑμένια Aret.SA 2.2.    2 embrace. γόνυ σὸν ἀμπίσχειν χερί E.Supp.165.    II put round, esp. put clothes and the like on another, c. dupl. acc., κρίβανόν μ' ἀμπίσχετε Ar.V.1153, cf. Ra.1063, Lys.1156: with prep., τοίχοισιν δ' ἔπι ἤμπισχεν . . ὑφάσματα put them all over... E.Ion1159: metaph., ἡ βασιλικὴ τέχνη δούλους καὶ ἐλευθέρους ἀμπίσχουσα Pl.Plt. 311c.    2 Med., put round oneself, put on, πέπλους E.Med.1159; wear, τὸ τῆς γυναικὸς ἀμπέχει χιτώνιον Ar.Ec.374; λευκὸν ἀμπέχει;; do you wear a white cloak? Id.Ach.1023; χλαίνας οὐκ ἀμπις χνοῦνται Id.Av.1090; καλῶς ἠμπίσχετο was well dressed, Id.Th.165; ἐπ' ἀριστερὰ ἀ. Id.Av.1567; ἀμπεχόμενοι with their cloaks on, opp. γυμνοί (cf. γυμνός 1.5), Pl.Grg.523c, Arist.Pr.867a19; ἄνω τοῦ γόνατος ἀ. wear a tunic not reaching to the knee, Philetaer.l.c.; περιττῶς ἀ. to be gorgeously dressed, Plu.Demetr.41: c. dat., clothe or cover one-self with (v. ἔκβολος), E.Hel.422.

German (Pape)

[Seite 129] vgl. ἀμπίσχω; fut. ἀμφέξω Eur. Cycl. 343; impf. med. ἠμπείχετο Plat. Phaed. 87 b; Luc. Peregr. 15; aor. ἠμπέσχετο Eur. Med. 1159; Ar. Th. 165; umhüllen, Subl. ist das Kleid; Hom. Od. 6, 225 ἅλμην, ἥ οἱ νῶτα καὶ εὐρέας ἄμπεχεν ὤμους; – Aesch. Pers. 834; κυνῆ πρόσωπά νιν ἀμπέχει, bedeckt ihm das Gesicht, Soph. O. C. 315; οὐρανὸν ἀχλὺς ἄμπεχε Ap. Rh. 2, 1104; sp. D. – Med. umhaben, von Kleidern, Ar. Ach. 986; τριβώνιον Pl. 897; πλεῖστα καὶ κάλλιστα Plat. Gorg. 490 d; aber 523 c ist ἀμπεχόμενος bekleidet; ἐσθῆτα Luc. Somn. 11.

French (Bailly abrégé)

f. ἀμφέξω;
envelopper : ἅλμηοἱ νῶτα ἄμπεχεν OD l’eau de mer qui lui couvrait le dos ; κυνῆ πρόσωπά νιν ἄμπέχει SOPH un chapeau (thessalien) lui recouvre le visage;
Moy. ἀμπέχομαι (impf. ἠμπειχόμην, f. ἀμφέχομαι, ao.2 ἠμπεσχόμην) s’envelopper, se vêtir de, acc..
Étymologie: ἀμπί, éol. c. ἀμφί, ἔχω.

English (Autenrieth)

(ἀμφί, ἔχω): surround, cover, ἅλμη ἅμπεχεν ὤμους, Od. 6.225†.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀμφέχω E.Cyc.344, Pherecr.125A

• Morfología: [impf. med. ἠμπείχετο Pl.Phd.87b, aor. ἠμπέσχον Ar.Lys.1156]
I v. act.
1 cubrir, recubrir ἄλμην, ἥ οἱ νῶτα ... ἄμπεχεν Od.6.225, ἀτιμίαν ... ἐσθημάτων ... ἥ νιν ἀμπέχει A.Pers.848, cf. E.Cyc.344, AP 7.693 (Apollonid.), κυνῆ πρόσωπα Θεσσαλίς νιν ἀμπέχει S.OC 314, τὸν δῆμον ὑμῶν χλαῖναν ἠμπέσχον cubrieron a vuestro pueblo con un manto de lana Ar.Lys.1156.
2 cubrir, invadir κελαινὴ δ' οὐρανὸν ἀχλὺς ἄμπεχεν A.R.2.1104, ἄστεα ... σκοτερὴ δέ τε ἄμφεχεν ὄρφνη Orph.A.1042, τῶν τὴν κεφαλὴν ἀμφεχόντων χυμῶν de los humores que invaden la cabeza Aret.CA 1.4.4
fig. τοῖόν μιν ἀμήχανον ἄμπεχε πένθος Opp.H.5.512, cf. Q.S.3.6, 25.
3 rodear, envolver, proteger δράκοντά θ', ὃς πάγχρυσον ἀμπέχων δέρας σπείραις ἔσῳζε E.Med.480, Καρχηδὼν πολυήρατον ἀμπέχει ὅρμον D.P.195
abs. τὰ ἀμπέχοντα ὑμένια Aret.SA 2.2.8.
II v. med. vestirse, cubrirse con, de, ponerse c. ac. doble δέρμα δ' ὁ μὲν ταύροιο ... ἀμφέχετ' ὤμους llevaba una piel de toro en los hombros A.R.1.324
c. ac. de cosa, esp. prendas de vestir πέπλους E.Med.1159, χιτώνιον Ar.Ec.374, (ἱμάτιον) Ar.Ec.540, τριβῶνιον Ar.Pl.897, τρίβωνα Luc.Peregr.15, ἐσθῆτα Luc.Somn.11, τηβέννας D.H.6.13, cf. Eub.37, X.Cyn.6.17, Str.15.1.8, 17.3.7, D.C.46.31.2
c. dat. instrum. χλανιδίοις ἀμπέχεσθαι λεπτοῖς D.H.7.9, en v. pas. ἠμπέσχετο πορφυρίσιν ὁ νεκρός I.AI 17.197
fig. τῇ σῇ γὰρ δόξῃ μνῆμα τόδ' ἀμπέχεται AP 7.46, ὁ νοῦς ὁ μήτε κακίᾳ μήτε ἀρετῇ ἀμπεχόμενος Ph.1.76
c. ac. adv. ἐπαρίστερ' οὕτως ἀμπέχει; ¿así te vistes, echando tu manto hacia el lado izquierdo? Ar.Au.1567, λευκὸν ἀμπέχει; ¿te vistes de luto? Ar.Ach.1024
c. adv. μήδ' ἀγροίκως <πως> ἄνω <τοῦ> γόνατος ἀμφέξει; Philetaer.19, ἀμπεχόμενον ... περιττῶς extravagantemente vestido Plu.Demetr.41
abs. ἀμπεχόμενοι op. γυμνοί vestidos de los vivos, que tienen cuerpo, op. a los muertos, Pl.Grg.523c, Arist.Pr.867a19, cf. Thphr.HP 4.4.5. • DMic.: a-pi-e-ke (?).