ἠμπεσχόμην

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἀμπέχω.

Greek Monotonic

ἠμπεσχόμην: Μέσ. αόρ. βʹ με διπλή αύξηση του ἀμπέχω.