ἔγκατα

From LSJ
Revision as of 12:27, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκᾰτα Medium diacritics: ἔγκατα Low diacritics: έγκατα Capitals: ΕΓΚΑΤΑ
Transliteration A: énkata Transliteration B: enkata Transliteration C: egkata Beta Code: e)/gkata

English (LSJ)

τά,

   A inwards, entrails, Hom., always in acc., as Od.9.293, exc. dat. ἔγκασι in Il.11.438; ἐν ἔγκασιν ᾅδου AP15.40.42 (Comet.): later, nom. sg. ἔγκατον LXX 3 Ki.17.22, Luc. Lex.3.

German (Pape)

[Seite 705] τά, (im Bauche) das Innere, die Eingeweide; Hom., der außer nom. u. acc. den dat. ἔγκασι hat, Il. 11, 438; vgl. ἐν ἔγκασι φιλεῖν Comet. (XV, 40. 42). Ein nom. sing. ἔγκατον steht Luc. Lexiph. 3 u. LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκᾰτα: τά, (ἐν) τὰ ἐσωτερικά, τὰ «σωτικά», τὰ ἐντόσθια, τὰ ἄλλως ἔντερα, Λατ. intestina, Ὅμ., ἀείποτε κατ’ αἰτ. πλὴν τῆς δοτ. ἔγκασι ἐν Ἰλ. Λ. 438· ― ἑν. ὀνομ. ἔγκατον ἐν Λουκ. Λεξιφ. 3.

English (Autenrieth)

dat. ἔγκασι: entrails.

Spanish (DGE)

(ἔγκᾰτα) -ων, τά

• Alolema(s): sg. ἔγκατον Luc.Lex.3; lacon. ἔγκυτον Hsch.

• Morfología: [dat. ἔγκασι Il.11.438, pero ἐγκάτοις LXX Ps.50.12, ἐγκάτοισι Anon. en Sud.s.u. φλυδούμενος]
entrañas ἔ. τε σάρκας τε καὶ ὄστεα μυελόεντα Od.9.293, αἷμα καὶ ἔ. Il.11.176, 438, 17.64, cf. 18.583, Od.12.363, ἔ. πίονα ... κατέθηκε Hes.Th.538, ἔ. δ' εἴσω χαλκὸς ἄφαρ διέχευεν Theoc.22.202, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX l.c., τὰ ἔ. ἐξαιρῶν Luc.Sacr.13, ὑπὸ τῶν βοείων ἐγκάτων ἐφυσήθη Babr.34.5, τοῦ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον Luc.Lex.l.c., προφήτης ἐγκάτοισι φλυδούμενος Anon. en Sud.l.c., ἔ. ἰχθύων Gp.20.46.1
fig. ἐν ἔγκασιν ... ᾍδου AP 15.40.42 (Cometas).