Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
ἔδεκτο: ἴδε δέχομαι.
3ᵉ sg. de ἐδέγμην.
see δέχομαι.
ἔδεκτο: γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του δέχομαι.