οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
α, ον :de Dodone.Étymologie: Δωδώνη.
of Dodōna, epith. of Zeus, Il. 16.233.
Δωδωναῑος 1 of Dodona Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστότεχνα πάτερ Zeus. fr. 57. 1.