κάτθεμεν
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. ao.2 ind. épq. sync. de κατατίθημι.
English (Autenrieth)
see κατατίθημι.
Greek Monotonic
κάτθεμεν:I. Επικ. αντί κατα-θέμεν, αʹ πληθ. αορ. βʹ του κατατίθημι· αλλά. II.κατ-θέμεν αντί κατα-θεῖναι, απαρ.