κάτθεμεν

From LSJ
Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. ao.2 ind. épq. sync. de κατατίθημι.

English (Autenrieth)

see κατατίθημι.

Greek Monotonic

κάτθεμεν:I. Επικ. αντί κατα-θέμεν, αʹ πληθ. αορ. βʹ του κατατίθημι· αλλά. II.κατ-θέμεν αντί κατα-θεῖναι, απαρ.