παροξυντέον
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
A one must make paroxytone, Poll.1.55.
Greek (Liddell-Scott)
παροξυντέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ παροξύνω, δεῖ παροξύνειν, «τρισκαιδεκαέτης, παροξυντέον» Πολυδ. Α΄, 55.