πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties
ἐρράδᾰται: ἴδε τὸ ῥῆμα ῥαίνω.
3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de ῥαίνω.
see ῥαίνω.
ἐρράδᾰται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ῥαίνω.