τραπέω
English (LSJ)
A tread grapes, Od.7.125, Hes.Sc.301, Anan.5.4. (Cf. τραπητής, τραπητός, τροπήϊον, τροπέοντο (Hsch.), Lith. trepénti 'tramp', etc.)
German (Pape)
[Seite 1135] Weintrauben treten; Od. 7, 125; Hes. Sc. 301; ὅταν τραπέωσι καὶ πατέωσιν, Ananias bei Ath. VII, 282 b; später übh. Wein keltern, vermittelst der Drehkelter auspressen; vgl. Buttm. Lexil. II p. 155 über die Ableitung und den Zusammenhang mit trappen, traben.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπέω: πατῶ σταφυλάς, ληνοπατῶ, ἑτέρας δ’ ἄρα τε τρυγόωσιν, ἄλλας δὲ τραπέουσι Ὀδ. Η. 125, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 201, Ἀνάνιος παρ’ Ἀθην. 282Β. (Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ τρέπω· πρβλ. τραπητής, τροπήιον, Λατ. trapes, trapētum).
French (Bailly abrégé)
fouler le raisin.
Étymologie: R. Τραπ, tourner ; cf. τρέπω.
English (Autenrieth)
(τρέπω): tread, press, Od. 7.125†.
Greek Monotonic
τρᾰπέω: εν χρήσει μόνο στον ενεστ., πατώ σταφύλια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. (αμφίβ. προέλ.· πρβλ. Λατ. trapetum).