ὑπέδεκτο
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
Ep. 3sg. aor. 2 of ὑποδέχομαι (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέδεκτο: Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ἀόρ. β΄ τοῦ ὑποδέχομαι, Ὁμ. Ἰλ. Ι. 476, Ὀδ. Β. 387, κλπ.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 Pass. de ὑποδέχομαι.
English (Autenrieth)
see ὑποδέχομαι.
Greek Monotonic
ὑπέδεκτο: Επικ. γʹ ενικ. αόρ. βʹ του ὑποδέχομαι.