Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
3ᵉ pl. épq. impf. de κεῖμαι.
see κεῖμαι.
κείατο: эп. 3 л. pl. impf. к κεῖμαι.