ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
πᾰθέειν: Ἐπικ. ἀπαρ. ἀορ. τοῦ πάσχω.
inf. ao.2 épq. de πάσχω.
see πάσχω.
παθέειν: эп. inf. aor. к πάσχω.