Πανδίων

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
Pandion, roi d’Athènes, père d’Éréchthée, de Procné et de Philomèle.

English (Autenrieth)

a Greek, Il. 12.372†.

Greek Monolingual

-ονος, ό, Α
1. μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, γιος του Εριχθονίου
2. άλλος μεταγενέστερος μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, γιος του Κέκροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. συνδέεται πιθ. με το επίθ. πανδίος].