προδοκή
English (LSJ)
ἡ, (
A δέχομαι 11) place where one lies in wait, lurking-place, δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν Il.4.107.
German (Pape)
[Seite 716] ἡ, Ort, wo man Einem auflauert, bes. dem Wilde, αἶγα πέτρης ἐκβαίνοντα δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, Il. 4, 107.
Greek (Liddell-Scott)
προδοκή: ἡ, (δέχομαι, δοκάω), τόπος ἔνθα τις ἐνεδρεύει ἢ περιμένει τὸ θήραμα, «προενέδρα» κατὰ τὸν Ἡσύχ., δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, «τόποις πρὸς ἐνέδραν ἐπιτηδείοις προσκοπεῦσαι» (Σχόλ.) Ἰλ. Δ. 107.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
endroit pour épier, embuscade.
Étymologie: πρό, δέχομαι.
English (Autenrieth)
(προδέχομαι): lurkingplace, ambush, pl., Il. 4.107†.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. τόπος όπου ενεδρεύει κανείς ή περιμένει το θήραμα, ενέδρα («δεδεγμένος ἐν προδοκῇσι», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «προενέδρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δοκή «ενέδρα, παρατήρηση»].