προδοκή
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
English (LSJ)
ἡ, (δέχομαι ΙΙ) place where one lies in wait, lurking place, laying in ambush, ambush, δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν Il.4.107.
German (Pape)
[Seite 716] ἡ, Ort, wo man Einem auflauert, bes. dem Wilde, αἶγα πέτρης ἐκβαίνοντα δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, Il. 4, 107.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
endroit pour épier, embuscade.
Étymologie: πρό, δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
προδοκή: ἡ засада: ἐν προδοκῇσιν Hom. в засаде.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προδοκή -ῆς, ἡ [πρό, δέχομαι] plur. hinderlaag:. ὅν... δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν hem οpwachtend in een hinderlaag Il. 4.107.
Greek (Liddell-Scott)
προδοκή: ἡ, (δέχομαι, δοκάω), τόπος ἔνθα τις ἐνεδρεύει ἢ περιμένει τὸ θήραμα, «προενέδρα» κατὰ τὸν Ἡσύχ., δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, «τόποις πρὸς ἐνέδραν ἐπιτηδείοις προσκοπεῦσαι» (Σχόλ.) Ἰλ. Δ. 107.
English (Autenrieth)
(προδέχομαι): lurking place, ambush, pl., Il. 4.107†.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. τόπος όπου ενεδρεύει κανείς ή περιμένει το θήραμα, ενέδρα («δεδεγμένος ἐν προδοκῇσι», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «προενέδρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δοκή «ενέδρα, παρατήρηση»].
Greek Monotonic
προδόκη: ἡ (δοκεύω), τόπος όπου κάποιος περιμένει το θήραμα, μέρος ενέδρας, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
προ-δόκη, ἡ, δοκεύω
a place where one lies in wait, lurking-place, Il.
Translations
ambush
Apache Western Apache: yidáh nehedzaa; Armenian: հարձակում դարանից; Azerbaijani: pusqu; Belarusian: засада; Catalan: emboscada; Chinese Mandarin: 遇袭, 偷袭; Dutch: hinderlaag; Greek: ενέδρα, καρτέρι, χωσιά; Ancient Greek: αἴνιγμα, δόκος, ἔγκρυμμα, ἔνδοκος, ἐνέδρα, ἐνεδρεύτειρα, ἐνέδρη, ἔνεδρον, λόχος, προδοκή; Esperanto: embusko; Finnish: väijytys, ylläkkö, yllätyshyökkäys, tuliylläkkö; French: embuscade; German: Hinterhalt; Hungarian: csapda, orvtámadás; Italian: imboscata; Korean: 매복; Macedonian: заседа; Maori: urumaranga; Mongolian: отолт; Old English: sǣt; Ottoman Turkish: پوصو; Polish: zasadzka; Portuguese: emboscada; Romanian: ambuscadă; Russian: засада; Spanish: emboscada; Tarifit: anday; Turkish: pusu; Ukrainian: засідка, засада, підсі́дка