ὑπεράφανος
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
ον, Dor. for ὑπερήφανος (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ὑπερήφανος, Πίνδ.
English (Slater)
ὑπερᾱφᾰνος
1 arrogant εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον (P. 2.28)