φονός
From LSJ
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
English (LSJ)
ἡ,
A murderess, τὰν Πελίαο φονόν Pi.P.4.250 (φόνον codd.). II φονός, ή, όν, murderous, dub. in S.Ant.1003 (v. φονή 11).
English (Slater)
φονός ? (ἡ)
1 murderess Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (Wackernagel, Kl. Schr., 1199, contra Schwyz., 2. 614: φόνον codd.) (P. 4.250)
English (Slater)
φονός ? (ἡ)
1 murderess Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (Wackernagel, Kl. Schr., 1199, contra Schwyz., 2. 614: φόνον codd.) (P. 4.250)