πενταέθλιον
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
German (Pape)
[Seite 556] τό, poet. u. ion. statt πεντάθλιον, w. m. s.; eben so πεντάεθλον, τό, u. πεντάεθλος, ὁ.