ἀνατροπιάζω
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
A turn back, AB312.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατροπιάζω: ἐπανέρχομαι, «ὑποτροπιαζούσης: ἀναστρεφούσης, ἀνατροπιαζούσης», Α. Β. 312. 19.