γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
dor. c. ἡδονή.
ᾱδονά 1 pleasure θέλγητρ' ἁδονᾶς fr. 278 = fr. 223.
v. ἡδονή.