Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
ζεύγλα 1 yoke strap ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος (sc. βοῦς) (P. 4.227)
ζεῡγλα, ἡ (Α)βλ. ζεύγλη.