τλάθυμος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

German (Pape)

[Seite 1122] dor. = τλήθυμος, ἀλκά, Pind. N. 2, 15.

Greek (Liddell-Scott)

τλάθῡμος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ τλήθυμος, «ἰσχυροκάρδιος» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος Πινδ. Ν. 2, 15.

English (Slater)

τλᾱθῡμος, -ον
   1 persevering ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει (N. 2.15) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. τλήθυμος.