Πυθιονίκας
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (Slater)
Πῡθῐονῑκας
1 winner in the Pythian games ἐθέλω χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν (P. 9.1)
Russian (Dvoretsky)
Πῡθιονίκᾱς: ᾱ ὁ дор. = Πυθιονίκης.