Πυθιονίκας
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (Slater)
Πῡθῐονῑκας winner in the Pythian Games ἐθέλω χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν (P. 9.1)
Russian (Dvoretsky)
Πῡθιονίκᾱς: ᾱ ὁ дор. = Πυθιονίκης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Πυθιονίκας Dor. voor Πυθιονίκης.