αἰτητός

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτητός Medium diacritics: αἰτητός Low diacritics: αιτητός Capitals: ΑΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: aitētós Transliteration B: aitētos Transliteration C: aititos Beta Code: ai)thto/s

English (LSJ)

όν, verb. Adj.

   A asked for, ἀρχὴν δωρητόν, οὐκ αἰτητόν freely given, not asked for, S.OT384.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτητός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ζητεῖ τις, ἀρχὴν δωρητὸν οὐκ αἰτητόν, δωρεὰν δοθεῖσαν, μὴ αἰτηθεῖσαν, Σοφ. Ο. Τ. 384.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
demandé, souhaité.
Étymologie: αἰτέω.

Spanish (DGE)

-όν
1 solicitado, pedido ἀρχὴν οὐκ αἰτητόν S.OT 384.
2 lóg., subst. τὸ αἰ. postulado ἡ τῶν αἰτητῶν φύσις Gal.Ins.Log.14.11.

Greek Monolingual

αἰτητός, -ή, -όν (Α) αἰτῶ
1. αυτός ο οποίος ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί κανείς
2. «οὐκ αἰτητός», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, χωρίς να ζητηθεί.